Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωρεαστικός
δωρετικός
δωρέω
δώρημα
δωρηματικός
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριάζω
Δωριακός
Δωριαρχέω
Δωρίεια
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωρίσδω
Δωρισμός
Δωριστί
View word page
Δωριακός
Δωρι-ᾰκός, , όν, poet. for Δωρικός, πόλεμος Orac. ap. Th. 2.54 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Δωριακός
Headword (normalized):
δωριακός
Headword (normalized/stripped):
δωριακος
IDX:
29798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29799
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δωρι-ᾰκός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, poet. for <span class="foreign greek">Δωρικός, πόλεμος</span> Orac. ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:2:54" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:2.54/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Th.</span> 2.54 </a>.</div><br><br>'}