Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δώμησις
δωμήτωρ
δωμός
δώνακος
δωός
δωράκινον
δώραξ
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρετικός
δωρέω
δώρημα
δωρηματικός
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριάζω
Δωριακός
Δωριαρχέω
View word page
δωρετικός
δωρ-ετικός, , όν, = foreg.,
A). ὁμολογία Sammelb. 4678.13 (vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωρετικός
Headword (normalized):
δωρετικός
Headword (normalized/stripped):
δωρετικος
IDX:
29789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29790
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωρ-ετικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ὁμολογία</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 4678.13 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}