Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωμός
δώνακος
δωός
δωράκινον
δώραξ
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρετικός
δωρέω
δώρημα
δωρηματικός
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
δωρητός
Δωριάζω
Δωριακός
View word page
δωρεαστικός
δωρ-εαστικός, , όν,
A). concerning grants, γράμμα PMasp. 13.26 (vi A. D.).


ShortDef

concerning grants

Debugging

Headword:
δωρεαστικός
Headword (normalized):
δωρεαστικός
Headword (normalized/stripped):
δωρεαστικος
IDX:
29788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωρ-εαστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concerning grants</span>, <span class="quote greek">γράμμα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 13.26 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}