Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωμός
δώνακος
δωός
δωράκινον
δώραξ
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρετικός
δωρέω
δώρημα
δωρηματικός
δωρητήρ
δωρητής
δωρητικός
View word page
δώραξ
δώραξ· σπλήν ( Maced.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δώραξ
Headword (normalized):
δώραξ
Headword (normalized/stripped):
δωραξ
IDX:
29785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29786
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δώραξ·</span> <span class="foreign greek">σπλήν</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}