Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
δωμήτωρ
δωμός
δώνακος
δωός
δωράκινον
δώραξ
δωρεά
δωρεαῖος
δωρεαστικός
δωρετικός
δωρέω
δώρημα
δωρηματικός
View word page
δώνακος
δώνακος, δώνακι,
A). v. δόναξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δώνακος
Headword (normalized):
δώνακος
Headword (normalized/stripped):
δωνακος
IDX:
29782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δώνακος</span>, <span class="orth greek">δώνακι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δόναξ</span> .</div> </div><br><br>'}