Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκῄς
δωδεκόμφαλος
Δωδώνη
δωΐα
δωλέννετος
δωλοδομεῖς
δῶλος
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματόομαι
δωματοφθορέω
δωμάω
δώμημα
δώμησις
View word page
δωλέννετος
δωλέννετος·
ὑπόβλητος
,
Hsch.
; cf. sq.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δωλέννετος
Headword (normalized):
δωλέννετος
Headword (normalized/stripped):
δωλεννετος
IDX:
29769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29770
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωλέννετος·</span> <span class="foreign greek">ὑπόβλητος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. sq.</div><br><br>'}