Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
ἀκατάκλαστος
ἀκατακόσμητος
ἀκατακράτητος
ἀκατάκριτος
ἀκάτακτος
ἀκατάληκτος
ἀκαταληπτέω
ἀκατάληπτος
ἀκατάλλακτος
ἀκαταλληλία
ἀκατάλληλος
Ἀκάταλλος
ἀκατάλυτος
ἀκαταμάθητος
View word page
ἀκατάκριτος
ἀκατά-κρῐτος, ον,
A). uncondemned, Act.Ap. 16.37 , 22.25 .


ShortDef

uncondemned

Debugging

Headword:
ἀκατάκριτος
Headword (normalized):
ἀκατάκριτος
Headword (normalized/stripped):
ακατακριτος
IDX:
2976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2977
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατά-κρῐτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">uncondemned,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Act.Ap.</span> 16.37 </span>, <span class="bibl"> 22.25 </span>.</div> </div><br><br>'}