Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκάχορδος
δωδεκαχῶς
δωδεκάχους
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκῄς
δωδεκόμφαλος
Δωδώνη
δωΐα
δωλέννετος
δωλοδομεῖς
δῶλος
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματόομαι
δωματοφθορέω
View word page
δωδεκόμφαλος
δωδεκόμφᾰλος, ον,
A). with twelve knobs, πόπανον IG 22.1367 .


ShortDef

with twelve knobs

Debugging

Headword:
δωδεκόμφαλος
Headword (normalized):
δωδεκόμφαλος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκομφαλος
IDX:
29766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29767
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκόμφᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with twelve knobs</span>, <span class="quote greek">πόπανον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1367 </span> .</div> </div><br><br>'}