Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκαχῶς
δωδεκάχους
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκῄς
δωδεκόμφαλος
Δωδώνη
δωΐα
δωλέννετος
δωλοδομεῖς
δῶλος
δῶμα
δωμάτιον
δωματίτης
δωματόομαι
View word page
δωδεκῄς
δωδεκῄς, ῇδος,,
A). v. δυωδεκαΐς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωδεκῄς
Headword (normalized):
δωδεκῄς
Headword (normalized/stripped):
δωδεκης
IDX:
29765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκῄς</span>, <span class="foreign greek">ῇδος,</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δυωδεκαΐς</span> .</div> </div><br><br>'}