Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλλος
δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκαχῶς
δωδεκάχους
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκῄς
δωδεκόμφαλος
Δωδώνη
δωΐα
δωλέννετος
δωλοδομεῖς
δῶλος
δῶμα
δωμάτιον
View word page
δωδεκήμερος
δωδεκ-ήμερος
,
ἡ
,
A).
period of twelve days,
IG
12.374.89
.
ShortDef
period of twelve days
Debugging
Headword:
δωδεκήμερος
Headword (normalized):
δωδεκήμερος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκημερος
IDX:
29763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29764
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκ-ήμερος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">period of twelve days,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12.374.89 </span>.</div> </div><br><br>'}