Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δωδεκάτροπος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλλος
δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκαχῶς
δωδεκάχους
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκῄς
δωδεκόμφαλος
Δωδώνη
δωΐα
δωλέννετος
δωλοδομεῖς
δῶλος
δῶμα
View word page
δωδεκεύς
δωδεκ-εύς
,
έως
,
ὁ
,
A).
=
χοεύς
which held twelve cotylae
,
Hsch.
ShortDef
which held twelve cotylae
Debugging
Headword:
δωδεκεύς
Headword (normalized):
δωδεκεύς
Headword (normalized/stripped):
δωδεκευς
IDX:
29762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29763
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκ-εύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χοεύς</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">which held twelve cotylae</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}