Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκαταῖος
δωδεκατημόριον
δωδεκατημόριος
δωδέκατος
δωδεκάτροπος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλλος
δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκαχῶς
δωδεκάχους
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκῄς
δωδεκόμφαλος
Δωδώνη
δωΐα
View word page
δωδεκάχους
δωδεκά-χους [ᾰ], χουν,
A). holding twelve χόες, PRev.Laws 40.11 (iii B. C.), al.


ShortDef

holding twelve χόες

Debugging

Headword:
δωδεκάχους
Headword (normalized):
δωδεκάχους
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαχους
IDX:
29758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29759
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκά-χους</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], χουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">holding twelve</span> <span class="foreign greek">χόες</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRev.Laws</span> 40.11 </span> (iii B. C.), al.</div> </div><br><br>'}