Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκασύλλαβος
δωδεκάσχοινος
δωδεκαταῖος
δωδεκατημόριον
δωδεκατημόριος
δωδέκατος
δωδεκάτροπος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλλος
δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκαχῶς
δωδεκάχους
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
δωδεκήρης
δωδεκῄς
δωδεκόμφαλος
View word page
δωδεκάχορδος
δωδεκά-χορδος, ον,
A). with twelve strings, ὄργανον EM 813.43 .


ShortDef

with twelve strings

Debugging

Headword:
δωδεκάχορδος
Headword (normalized):
δωδεκάχορδος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαχορδος
IDX:
29756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29757
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκά-χορδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with twelve strings</span>, <span class="quote greek">ὄργανον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:813:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:813.43/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 813.43 </a> .</div> </div><br><br>'}