Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκαστάσιος
δωδεκάστεγος
δωδεκάστυλος
δωδεκασύλλαβος
δωδεκάσχοινος
δωδεκαταῖος
δωδεκατημόριον
δωδεκατημόριος
δωδέκατος
δωδεκάτροπος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλλος
δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκαχῶς
δωδεκάχους
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
δωδεκέτης
δωδεκεύς
δωδεκήμερος
View word page
δωδεκαφόρος
δωδεκα-φόρος, ον,
A). bearing twelve times a year, Luc. VH 2.13 .


ShortDef

bearing twelve times a year

Debugging

Headword:
δωδεκαφόρος
Headword (normalized):
δωδεκαφόρος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαφορος
IDX:
29753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29754
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκα-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing twelve times a year</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 2.13 </span>.</div> </div><br><br>'}