Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκαστάδιος
δωδεκαστάσιος
δωδεκάστεγος
δωδεκάστυλος
δωδεκασύλλαβος
δωδεκάσχοινος
δωδεκαταῖος
δωδεκατημόριον
δωδεκατημόριος
δωδέκατος
δωδεκάτροπος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλλος
δωδεκάφυλος
δωδεκάχορδος
δωδεκαχῶς
δωδεκάχους
δωδεκάωρος
δωδεκέμβριος
View word page
δωδεκατημόριος
δωδεκᾰτημόριος, ον,
A). = δυωδεκάμοιρος , Man. 4.167 :—also δωδεκα-τήμορος, ον, PHib. 1.27.122 (iv/iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωδεκατημόριος
Headword (normalized):
δωδεκατημόριος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκατημοριος
IDX:
29750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκᾰτημόριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δυωδεκάμοιρος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:167" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.167/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.167 </a>:—also <span class="orth greek">δωδεκα-τήμορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PHib.</span> 1.27.122 </span> (iv/iii B.C.).</div> </div><br><br>'}