Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
ἀκατάκλαστος
ἀκατακόσμητος
ἀκατακράτητος
ἀκατάκριτος
ἀκάτακτος
ἀκατάληκτος
ἀκαταληπτέω
ἀκατάληπτος
ἀκατάλλακτος
ἀκαταλληλία
ἀκατάλληλος
Ἀκάταλλος
View word page
ἀκατακόσμητος
ἀκατα-κόσμητος, ον,
A). unarranged, Plu. 2.424a .


ShortDef

unarranged

Debugging

Headword:
ἀκατακόσμητος
Headword (normalized):
ἀκατακόσμητος
Headword (normalized/stripped):
ακατακοσμητος
IDX:
2974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-κόσμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unarranged</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.424a </span>.</div> </div><br><br>'}