Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκάπους
δωδεκάρχης
δωδεκάς
δωδεκάσεληνος
δωδεκάσημος
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκαστάδιος
δωδεκαστάσιος
δωδεκάστεγος
δωδεκάστυλος
δωδεκασύλλαβος
δωδεκάσχοινος
δωδεκαταῖος
δωδεκατημόριον
δωδεκατημόριος
δωδέκατος
δωδεκάτροπος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλλος
δωδεκάφυλος
View word page
δωδεκάστυλος
δωδεκά-στῡλος (sc. οἶκος), ,
A). colonnade of twelve columns, Milet. 7.59 (Didyma).


ShortDef

colonnade of twelve columns

Debugging

Headword:
δωδεκάστυλος
Headword (normalized):
δωδεκάστυλος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαστυλος
IDX:
29745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29746
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκά-στῡλος</span> (sc. <span class="foreign greek">οἶκος</span>), <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">colonnade of twelve columns,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Milet.</span> 7.59 </span> (Didyma).</div> </div><br><br>'}