Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκαόργυιος
δωδεκάπαις
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
δωδεκαπλασιάζω
δωδεκαπλασιασμός
δωδεκαπλάσιος
δωδεκάπλευρον
δωδεκάπλους
δωδεκάπους
δωδεκάρχης
δωδεκάς
δωδεκάσεληνος
δωδεκάσημος
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκαστάδιος
δωδεκαστάσιος
δωδεκάστεγος
δωδεκάστυλος
δωδεκασύλλαβος
View word page
δωδεκάρχης
δωδεκάρχης, ου, ,
A). v. δωδεκάδαρχος :—also δωδεκά-αρχος, Hsch. s.v. δεκαδάρχαι .


ShortDef

commander of twelve

Debugging

Headword:
δωδεκάρχης
Headword (normalized):
δωδεκάρχης
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαρχης
IDX:
29736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29737
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκάρχης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δωδεκάδαρχος</span> :—also <span class="orth greek">δωδεκά-αρχος</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">δεκαδάρχαι</span> .</div> </div><br><br>'}