Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκάμορφος
δωδεκάμοχθος
δωδεκαόργυιος
δωδεκάπαις
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
δωδεκαπλασιάζω
δωδεκαπλασιασμός
δωδεκαπλάσιος
δωδεκάπλευρον
δωδεκάπλους
δωδεκάπους
δωδεκάρχης
δωδεκάς
δωδεκάσεληνος
δωδεκάσημος
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκαστάδιος
δωδεκαστάσιος
δωδεκάστεγος
View word page
δωδεκάπλους
δωδεκά-πλους, ουν,
A). = δωδεκαπλάσιος , Papp. 609 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωδεκάπλους
Headword (normalized):
δωδεκάπλους
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαπλους
IDX:
29734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκά-πλους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δωδεκαπλάσιος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2032.tlg001:609" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2032.tlg001:609/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Papp.</span> 609 </a>.</div> </div><br><br>'}