Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκαήμερος
δωδεκάθεος
δωδεκάκις
δωδεκάκλινος
δωδεκάκρουνος
δωδεκάκυκλος
δωδεκάκωλος
δωδεκάλινος
δωδεκάμηνος
δωδεκαμήχανος
δωδεκαμν<α>ιαῖος
δωδεκάμορφος
δωδεκάμοχθος
δωδεκαόργυιος
δωδεκάπαις
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
δωδεκαπλασιάζω
δωδεκαπλασιασμός
δωδεκαπλάσιος
δωδεκάπλευρον
View word page
δωδεκαμν<α>ιαῖος
δωδεκα-μν<α>ιαῖος, α, ον,
A). weighing twelve minae, Hsch. s.v. πέλεκυς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δωδεκαμν<α>ιαῖος
Headword (normalized):
δωδεκαμν<α>ιαῖος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαμν<α>ιαιος
IDX:
29723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29724
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκα-μν&lt;α&gt;ιαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weighing twelve minae</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πέλεκυς</span> .</div> </div><br><br>'}