Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωδεκαδάκτυλος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεδρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετηρίς
δωδεκαετής
δωδεκαετία
δωδεκαζῴδιος
δωδεκαήμερος
δωδεκάθεος
δωδεκάκις
δωδεκάκλινος
δωδεκάκρουνος
δωδεκάκυκλος
δωδεκάκωλος
δωδεκάλινος
δωδεκάμηνος
δωδεκαμήχανος
δωδεκαμν<α>ιαῖος
View word page
δωδεκαήμερος
δωδεκᾰ-ήμερος, ον,
A). of twelve days, Eust. 128.13 .


ShortDef

of twelve days

Debugging

Headword:
δωδεκαήμερος
Headword (normalized):
δωδεκαήμερος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαημερος
IDX:
29713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκᾰ-ήμερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of twelve days</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:128:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:128.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 128.13 </a>.</div> </div><br><br>'}