Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δωαί
δώδεκα
δωδεκαακτιονίκης
δωδεκάβοιος
δωδεκάβωμος
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάγωνον
δωδεκαδάκτυλος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεδρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετηρίς
δωδεκαετής
δωδεκαετία
δωδεκαζῴδιος
δωδεκαήμερος
δωδεκάθεος
δωδεκάκις
δωδεκάκλινος
View word page
δωδεκάδωρος
δωδεκά-δωρος, ον,
A). twelve palms long, κέρα AP 6.96 ( Eryc.).


ShortDef

twelve palms long

Debugging

Headword:
δωδεκάδωρος
Headword (normalized):
δωδεκάδωρος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαδωρος
IDX:
29706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκά-δωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twelve palms long</span>, <span class="quote greek">κέρα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.96 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eryc.</span></span>).</div> </div><br><br>'}