Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δωαί
δώδεκα
δωδεκαακτιονίκης
δωδεκάβοιος
δωδεκάβωμος
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάγωνον
δωδεκαδάκτυλος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεδρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετηρίς
δωδεκαετής
δωδεκαετία
δωδεκαζῴδιος
View word page
δωδεκάγωνον
δωδεκᾰ/-γωνον
,
τό
,
A).
dodecagon
,
Plu.
2.363a
.
ShortDef
dodecagon
Debugging
Headword:
δωδεκάγωνον
Headword (normalized):
δωδεκάγωνον
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαγωνον
IDX:
29702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29703
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκᾰ/-γωνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dodecagon</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.363a </span>.</div> </div><br><br>'}