Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δωαί
δώδεκα
δωδεκαακτιονίκης
δωδεκάβοιος
δωδεκάβωμος
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάγωνον
δωδεκαδάκτυλος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεδρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετηρίς
View word page
δωδεκάβοιος
δωδεκᾰ/-βοιος, ον,
A). of twelve oxen, θυσία IGRom. 4.555 (Ancyra).


ShortDef

of twelve oxen

Debugging

Headword:
δωδεκάβοιος
Headword (normalized):
δωδεκάβοιος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαβοιος
IDX:
29699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29700
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωδεκᾰ/-βοιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of twelve oxen</span>, <span class="quote greek">θυσία</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.555 </span> (Ancyra).</div> </div><br><br>'}