Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλιάζει
ἀγάλλιος
ἀγαλμός
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματίτης
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματουργία
ἀγαλματουργικός
ἀγαλματουργός
ἀγαλματοφορέω
View word page
ἀγαλματίτης
ἀγαλμ-ατίτης
,
ὁ
, =
λιθοκόλλα<*>
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγαλματίτης
Headword (normalized):
ἀγαλματίτης
Headword (normalized/stripped):
αγαλματιτης
IDX:
296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-297
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγαλμ-ατίτης</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <span class="foreign greek">λιθοκόλλα<*></span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}