Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δωαί
δώδεκα
δωδεκαακτιονίκης
δωδεκάβοιος
δωδεκάβωμος
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάγωνον
δωδεκαδάκτυλος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεδρος
View word page
δώδεκα
δώδεκα,
A). v. δυώδεκα .


ShortDef

twelve

Debugging

Headword:
δώδεκα
Headword (normalized):
δώδεκα
Headword (normalized/stripped):
δωδεκα
IDX:
29697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δώδεκα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δυώδεκα</span> .</div> </div><br><br>'}