Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δωαί
δώδεκα
δωδεκαακτιονίκης
δωδεκάβοιος
δωδεκάβωμος
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάγωνον
δωδεκαδάκτυλος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
View word page
δωαί
δωαί·
δικαίως, ὁσίως
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δωαί
Headword (normalized):
δωαί
Headword (normalized/stripped):
δωαι
IDX:
29696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29697
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δωαί·</span> <span class="foreign greek">δικαίως, ὁσίως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}