Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάεθλος
δυωδεκαvέτης
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
δωαί
δώδεκα
δωδεκαακτιονίκης
View word page
δυωδεκάπλους
δῠωδεκά-πλους
,
ουν
,
A).
twelvefold,
IG
14.644
(Brutt.).
ShortDef
twelvefold
Debugging
Headword:
δυωδεκάπλους
Headword (normalized):
δυωδεκάπλους
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαπλους
IDX:
29688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29689
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠωδεκά-πλους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twelvefold,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 14.644 </span> (Brutt.).</div> </div><br><br>'}