Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύω1
δύω2
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάεθλος
δυωδεκαvέτης
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δῶ
View word page
δυωδεκάμηνος
δῠωδεκά-μηνος, δῠωδεκαταῖος, δῠωδέκατος, v. δωδ-.


ShortDef

twelve months old

Debugging

Headword:
δυωδεκάμηνος
Headword (normalized):
δυωδεκάμηνος
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαμηνος
IDX:
29685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29686
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠωδεκά-μηνος</span>, <span class="orth greek">δῠωδεκαταῖος</span>, <span class="orth greek">δῠωδέκατος</span>, v. <span class="itype greek">δωδ</span>-.</div><br><br>'}