Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυτικός
δυτῖνος
δύω1
δύω2
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάεθλος
δυωδεκαvέτης
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάπηχυς
δυωδεκάπλους
δυωδεκάπολις
δυωδεκάς
δυωδεκατειχής
δυωδεκατεύς
δυωκαιεικοσίμετρος
View word page
δυωδεκαvέτης
δῠωδεκᾰvέτης
,
A).
=
δωδεκέτης
,
Leg.Gort.
12.34
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυωδεκαvέτης
Headword (normalized):
δυωδεκαvέτης
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαvετης
IDX:
29683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29684
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠωδεκᾰvέτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δωδεκέτης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Leg.Gort.</span> 12.34 </span>.</div> </div><br><br>'}