Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκασκαῖος
ἄκαστος
ἀκάτα
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
ἀκατάκλαστος
ἀκατακόσμητος
ἀκατακράτητος
ἀκατάκριτος
ἀκάτακτος
View word page
ἀκαταδίκαστος
ἀκατα-δίκαστος, ον,
A). indemnatus, Gloss.


ShortDef

indemnatus

Debugging

Headword:
ἀκαταδίκαστος
Headword (normalized):
ἀκαταδίκαστος
Headword (normalized/stripped):
ακαταδικαστος
IDX:
2967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2968
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-δίκαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">indemnatus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}