Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δύσωρος
δυσωχεῖν
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω1
δύω2
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
δυωδεκάδρομος
δυωδεκάεθλος
δυωδεκαvέτης
δυωδεκαΐς
δυωδεκάμηνος
View word page
δύω1
δύω,
A). v. δύο .


ShortDef

dunk

Debugging

Headword:
δύω1
Headword (normalized):
δύω
Headword (normalized/stripped):
δυω1
IDX:
29675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δύο</span> .</div> </div><br><br>'}