Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσωνος
δυσωνυμέω
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσώπημα
δυσωπητέον
δυσωπητικός
δυσωπία
δυσωρέομαι
δύσωρος
δυσωχεῖν
δύτη
δύτης
δυτικός
δυτῖνος
δύω1
δύω2
δυωβολιαῖος
δυώδεκα
δυωδεκάβοιος
δυωδεκαδικός
View word page
δυσωχεῖν
δυσωχεῖν· δυσχεραίνειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσωχεῖν
Headword (normalized):
δυσωχεῖν
Headword (normalized/stripped):
δυσωχειν
IDX:
29670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσωχεῖν·</span> <span class="foreign greek">δυσχεραίνειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}