Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχροος
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δυσχῶται
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
δυσωνέω
δυσώνης
δύσωνος
View word page
δυσχῶται
δυσχῶται·
δυσχωρῇ, διακωλύεται
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσχῶται
Headword (normalized):
δυσχῶται
Headword (normalized/stripped):
δυσχωται
IDX:
29650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29651
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσχῶται·</span> <span class="foreign greek">δυσχωρῇ, διακωλύεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}