Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσχέρεια
δυσχερής
δυσχιδώτερον
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχραής
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχροος
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
View word page
δυσχρήστημα
δυσχρήστ-ημα, ατος, τό,
A). inconvenience, Stoic. 3.23 .


ShortDef

inconvenience

Debugging

Headword:
δυσχρήστημα
Headword (normalized):
δυσχρήστημα
Headword (normalized/stripped):
δυσχρηστημα
IDX:
29638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσχρήστ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inconvenience,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stoic.</span> 3.23 </span>.</div> </div><br><br>'}