Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δυσχιδώτερον
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχραής
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχροος
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
View word page
δυσχραής
δυσχραής· δυσχερής, and δυσχρανής· αὐχμηρός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσχραής
Headword (normalized):
δυσχραής
Headword (normalized/stripped):
δυσχραης
IDX:
29636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσχραής·</span> <span class="foreign greek">δυσχερής</span>, and <span class="orth greek">δυσχρανής·</span> <span class="foreign greek">αὐχμηρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}