Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δυσχιδώτερον
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχραής
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχροος
δύσχρως
δύσχυλος
View word page
δυσχορήγητος
δυσχορήγητος, ον,
A). difficult to stage, Plu. 2.712e .


ShortDef

difficult to stage

Debugging

Headword:
δυσχορήγητος
Headword (normalized):
δυσχορήγητος
Headword (normalized/stripped):
δυσχορηγητος
IDX:
29634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29635
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσχορήγητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">difficult to stage</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.712e </span>.</div> </div><br><br>'}