Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκαρτέρητος
ἀκαρτέω
ἄκαρτος
ἀκαρφής
ἄκασκᾰ
ἀκασκαῖος
ἄκαστος
ἀκάτα
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
View word page
ἀκατάβολος
ἀκατά-βολος
,
ον
,
A).
unpaid, outstanding
, of arrears of taxation,
IG
5(1).1433
(Messene).
ShortDef
unpaid, outstanding
Debugging
Headword:
ἀκατάβολος
Headword (normalized):
ἀκατάβολος
Headword (normalized/stripped):
ακαταβολος
IDX:
2962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2963
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατά-βολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unpaid, outstanding</span>, of arrears of taxation, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).1433 </span> (Messene).</div> </div><br><br>'}