Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέρητος
ἀκαρτέω
ἄκαρτος
ἀκαρφής
ἄκασκᾰ
ἀκασκαῖος
ἄκαστος
ἀκάτα
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
View word page
ἀκαταβολέω
ἀκατα-βολέω
,
A).
default
in payment,
GDI
1804
(Delph., ii B. C.).
ShortDef
default
Debugging
Headword:
ἀκαταβολέω
Headword (normalized):
ἀκαταβολέω
Headword (normalized/stripped):
ακαταβολεω
IDX:
2961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2962
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκατα-βολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">default</span> in payment, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 1804 </span> (Delph., ii B. C.).</div> </div><br><br>'}