Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφυής
δυσφυΐα
δυσφυλακτέω
δυσφύλακτος
δύσφυσις
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλέες
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
View word page
δυσχαλίνωτος
δυς-χᾰλίνωτος
[
ῑ],
,
A).
hard to rein, unbridled
,
Gal.
19.94
( s.v.
δυσήνιος
).
ShortDef
hard to rein, unbridled
Debugging
Headword:
δυσχαλίνωτος
Headword (normalized):
δυσχαλίνωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσχαλινωτος
IDX:
29615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29616
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-χᾰλίνωτος</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to rein, unbridled</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.94 </span> ( s.v. <span class="ref greek">δυσήνιος</span> ).</div> </div><br><br>'}