Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέρητος
ἀκαρτέω
ἄκαρτος
ἀκαρφής
ἄκασκᾰ
ἀκασκαῖος
ἄκαστος
ἀκάτα
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
View word page
ἄκαστος
ἄκαστος, ,
A). = σφένδαμνος , Hsch.


ShortDef

Acastus

Debugging

Headword:
ἄκαστος
Headword (normalized):
ἄκαστος
Headword (normalized/stripped):
ακαστος
IDX:
2958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκαστος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σφένδαμνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}