Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσφανής
δύσφαλτον
δυσφάνταστος
δύσφατος
δυσφεγγής
δυσφερής
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφήμημα
δυσφημία
δυσφήμιστος
δύσφημος
δυσφημοσύνη
δύσφθαρτος
δύσφθεγκτος
δύσφθογγος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφορία
δυσφορικός
View word page
δυσφήμιστος
δυσφήμ-ιστος, ον, = sq., Suid.
A). s.v. δυσκληδόνιστος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσφήμιστος
Headword (normalized):
δυσφήμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσφημιστος
IDX:
29585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσφήμ-ιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">δυσκληδόνιστος</span> .</div> </div><br><br>'}