Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομένητος
δυσυπομόνητος
δυσυπονόητος
δυσυπόστατος
δυσυποχώρητος
δυσφαής
δυσφανής
δύσφαλτον
δυσφάνταστος
δύσφατος
δυσφεγγής
δυσφερής
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφήμημα
δυσφημία
δυσφήμιστος
δύσφημος
View word page
δύσφαλτον
δύσφαλτον·
δύσμαχον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δύσφαλτον
Headword (normalized):
δύσφαλτον
Headword (normalized/stripped):
δυσφαλτον
IDX:
29576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29577
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύσφαλτον·</span> <span class="foreign greek">δύσμαχον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}