Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομένητος
δυσυπομόνητος
δυσυπονόητος
δυσυπόστατος
δυσυποχώρητος
δυσφαής
δυσφανής
δύσφαλτον
δυσφάνταστος
δύσφατος
δυσφεγγής
δυσφερής
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφήμημα
View word page
δυσυποχώρητος
δῠσυπο-χώρητος
,
A).
gloss on
δυσύποιστος
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσυποχώρητος
Headword (normalized):
δυσυποχώρητος
Headword (normalized/stripped):
δυσυποχωρητος
IDX:
29573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29574
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσυπο-χώρητος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δυσύποιστος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}