Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος
δύστονος
δυστοπάζοντες
δυστόπαστος
δύστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπελία
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
View word page
δύστος
δύστος,
A). = δύστηνος , Hdn.Gr. 1.217 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύστος
Headword (normalized):
δύστος
Headword (normalized/stripped):
δυστος
IDX:
29541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δύστηνος</span> , Hdn.Gr.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:217" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.217/canonical-url/"> 1.217 </a>.</div> </div><br><br>'}