Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστέρματον
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δυστηνία
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
View word page
δυστηνία
δυστηνία, ,
A). = μοχθηρία , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυστηνία
Headword (normalized):
δυστηνία
Headword (normalized/stripped):
δυστηνια
IDX:
29522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυστηνία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μοχθηρία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}