Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυστάλας
δύσταλτος
δυσταμίευτος
δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστέρματον
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δυστηνία
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
View word page
δύστευκτος
δύς-τευκτος, ον,
A). unsuccessful, Doroth.in Cat.Cod.Astr. 2.174 .


ShortDef

unsuccessful

Debugging

Headword:
δύστευκτος
Headword (normalized):
δύστευκτος
Headword (normalized/stripped):
δυστευκτος
IDX:
29519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29520
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύς-τευκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unsuccessful</span>, Doroth.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.174 </span>.</div> </div><br><br>'}