Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσσυλλόγιστος
δυσσύμβατος
δυσσύμβλητος
δυσσυμβούλευτος
δυσσυμπτωσία
δυσσύμπτωτος
δυσσύμφυτος
δυσσυναίσθητος
δυσσύνακτος
δυσσυνάλλακτος
δυσσυνείδητος
δυσσυνεσία
δυσσύνοπτος
δυσσῴστως
δύστακτος
δυστάλας
δύσταλτος
δυσταμίευτος
δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
View word page
δυσσυνείδητος
δυσσυν-είδητος, ον,
A). with a bad conscience, Id. 37.29 , al.


ShortDef

with a bad conscience

Debugging

Headword:
δυσσυνείδητος
Headword (normalized):
δυσσυνείδητος
Headword (normalized/stripped):
δυσσυνειδητος
IDX:
29504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσσυν-είδητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a bad conscience</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 37.29 </span>, al.</div> </div><br><br>'}