Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσσύλληπτος
δυσσυλλόγιστος
δυσσύμβατος
δυσσύμβλητος
δυσσυμβούλευτος
δυσσυμπτωσία
δυσσύμπτωτος
δυσσύμφυτος
δυσσυναίσθητος
δυσσύνακτος
δυσσυνάλλακτος
δυσσυνείδητος
δυσσυνεσία
δυσσύνοπτος
δυσσῴστως
δύστακτος
δυστάλας
δύσταλτος
δυσταμίευτος
δυστάραχος
δυστατέω
View word page
δυσσυνάλλακτος
δυσσυν-άλλακτος, ον,
A). hard to deal with, Vett. Val. 115.9 .


ShortDef

hard to deal with

Debugging

Headword:
δυσσυνάλλακτος
Headword (normalized):
δυσσυνάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσσυναλλακτος
IDX:
29503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29504
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσσυν-άλλακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to deal with</span>, Vett. Val.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:115:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:115.9/canonical-url/"> 115.9 </a>.</div> </div><br><br>'}