Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δύσσειστος
δύσσηπτος
δύσσοος
δυσσυγκάθετος
δυσσύλληπτος
δυσσυλλόγιστος
δυσσύμβατος
δυσσύμβλητος
δυσσυμβούλευτος
δυσσυμπτωσία
δυσσύμπτωτος
δυσσύμφυτος
δυσσυναίσθητος
δυσσύνακτος
δυσσυνάλλακτος
δυσσυνείδητος
δυσσυνεσία
δυσσύνοπτος
δυσσῴστως
δύστακτος
δυστάλας
View word page
δυσσύμπτωτος
δυσσύμ-πτωτος
,
ον
,
A).
not coalescing easily
,
Id.
8.873
.
ShortDef
not coalescing easily
Debugging
Headword:
δυσσύμπτωτος
Headword (normalized):
δυσσύμπτωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσσυμπτωτος
IDX:
29499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29500
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσσύμ-πτωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not coalescing easily</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 8.873 </span>.</div> </div><br><br>'}